- δικλίδα
- ηβαλβίδα που διασφαλίζει τη δίοδο των υγρών και αερίων προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση: Ασφαλιστική δικλίδα υγραερίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δικλίδα — και δικλείδα, η (Α δικλίς) νεοελλ. 1. βαλβίδα, γλωττίδα που επιτρέπει τη δίοδο υγρού ή αερίου μόνο προς μία κατεύθυνση 2. ναυτ. τα δύο φύλλα τής κανονιοθυρίδας, το δίφυλλο πορτέλο τής μπουκαπόρτας 3. φρ. «ασφαλιστική δικλίδα» ή «δικλίδα… … Dictionary of Greek
δικλίδα — δικλίς double folding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικλίδ' — δικλίδα , δικλίς double folding fem acc sg δικλίδι , δικλίς double folding fem dat sg δικλίδε , δικλίς double folding fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CLAVIS — I. CLAVIS Graece κλεὶς, Ionice κληῒς, unde κλαῒς et κλαβίς, et hinc Romanum Clavis, modo claustrum, modo clavem notat. Aratus, κληϊίδι ςθύρην ἔντοςθ᾿ ἀραρις̔αν Δικλϊδα. Ubi κληῒς, claustrum est, τὸ ἀσφάλισμα τῆς ςθύρας, adeoque idem quod ὀκεὺς.… … Hofmann J. Lexicon universale
VALVAE — fores sunt a summo ad immum divisae, quarum duplices tabulae seu paginae concurrentes in medio iunguntur, Graecis συνδρομάδες, item διάπριςτοι, Gallis hodieque brisatae, i. e. fractiles; sic dictae Varroni, quod revolvantur ac sese velent. Earum… … Hofmann J. Lexicon universale
δικλίς — η βλ. δικλίδα … Dictionary of Greek
επιστόμιο — το (Α ἐπιστόμιον) [στόμιο] νεοελλ. 1. το μέρος τού πνευστού οργάνου στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλη τού μουσικού 2. το ράμφος τών πνευστών οργάνων 3. το μέρος τού τσιγάρου με το φίλτρο 3. δικλίδα για την απόφραξη σωλήνα στα άκρα του ή οπής διαφυγής … Dictionary of Greek
Μπαρμπάντος — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας. Βρίσκεται Δ του Αγίου Βικέντιου και ΒΔ της Βενεζουέλας. Βρέχεται Δ από την Καραϊβική θάλασσα και Α από τον βόρειο Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. ανέκτησε την πολιτειακή του οντότητα μετά τη διάσπαση της… … Dictionary of Greek
υδρονομέας — ο 1. υπάλληλος της υδρονομικής υπηρεσίας, που ρυθμίζει τα σχετικά με τη διανομή του νερού, ο νεροκράτης. 2. δικλίδα που ρυθμίζει την ποσότητα της παροχής του νερού, υδροσύρτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)